επάνω στο σαντούρι μου...
ακουμπάει η ψυχή μου!
«Τούτο τον κόσμο που 'μαστε άλλοι τον είχαν πρώτα, τώρα τον έχουμε εμείς κι άλλοι τον καρτερούνε».
Όπως αυτό που έλεγα όταν ήμουν μαθήτρια της πρώτης δημοτικού. Εάν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν μας, δεν μπορούμε να έχουμε παρόν, μήτε να ελπίζουμε στο μέλλον.
Τα πιο παλιά χρόνια η τέχνη των λαϊκών οργάνων, μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά. Από τον πατέρα στον γιο, από τον κατασκευαστή, τον μάστορα και δάσκαλο στον μαθητή, στον νεότερο που ερχόταν πλάι του να μαθητεύσει με σεβασμό επάνω στην παράδοση του οργάνου. Υπήρχαν οι οικογενειακές κομπανίες, όπου ο πατέρας δίδασκε στον γιο σαντούρι κι ο πατέρας έπαιζε ένα άλλο παραδοσιακό όργανο, ή το αντίστροφο. Υπήρχαν δύο τρόποι να μάθεις ένα μουσικό όργανο. Ο πρώτος, εάν ήταν γόνοι μουσικής οικογένειας από τον πατέρα , τον θείο, τον ξάδερφο. Ο δεύτερος τρόπος, η άλλη εκδοχή στην περίπτωση που δεν είχαν μουσική ρίζα, πήγαιναν να μάθουν στο πλευρό του μάστορα, του δασκάλου της περιοχής τους.
Κι άλλοι βέβαια έκαναν την δική τους, ατομική προσπάθεια ως αυτοδίδακτοι, δίχως κάποιον δάσκαλο - μάστορα - γνώστη της μουσικής και του οργάνου να τους διδάξει. Τότε ο μαθητής προσπαθούσε όσο το δυνατόν γρηγορότερα να υιοθετήσει τη γνώση και να «κλέψει» τα «μυστικά» του, στον τρόπο παιξίματος, να μάθει τα τραγούδια και λίγο αργότερα η μουσική και η μετάδοση της γνώσης μεταλλάχθηκε και άρχισαν να λειτουργούν τα Ωδεία. Δημιουργήθηκαν τα μουσικά γυμνάσια, άρχισε να λειτουργεί η διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία με στόχο τη μουσική κατάρτιση των παιδιών.
Ως προς την εκμάθηση του οργάνου, του σαντουριού, θέλοντας ένας μαθητής να γίνει καλός παίκτης και δεξιοτέχνης θα πρέπει να ακολουθήσει την Μέθοδο που θα του υποδείξει ο δάσκαλος, ώστε να ισορροπήσουν το δεξί με το αριστερό χέρι και να αποκτήσει την απαιτούμενη τεχνική για να μπορεί να παίζει σωστά για όλη του την ζωή.
Ενημερωτικά:
(Θεωρώ ότι η θέση των χεριών μου, η τεχνική που μου υπέδειξε ο δάσκαλός μου με προστατεύει από τραυματισμούς των χεριών, διότι με μια παλαιότερη το παίξιμο κατέληγε «επίπονη» διαδικασία όπως εγώ τουλάχιστον το βίωσα, όσον αφορά τους καρπούς. Για αυτό υπάρχουν και οι γιατροί που ειδικεύονται όπου εκεί σε περίπτωση που διαγνωστεί η «νόσος των μουσικών» όπως την αποκαλούν χρειάζεται ανάπαυση, φαρμακευτική αγωγή, ενημέρωση, αλλαγή στάσης ή έντασης ή τεχνικής παιξίματος, λαβής οργάνου και στην συνέχεια ίσως νάρθηκες και φυσικοθεραπεία.)
Συνεχίζοντας λοιπόν:
Για να αποκτήσει το δικό του ύφος ένας οργανοπαίκτης, ένας μαθητής, θα πρέπει να αναζητήσει και μόνος του ηχητικές καταγραφές για να ακούσει τρόπους παιξίματος άλλων μουσικών, άλλους ήχους, άλλες ενορχηστρώσεις και να κατανοήσει τα ύφη και τους τρόπους. Όμως πάντα να κρατά το προσωπικό του ύφος και χαρακτήρα. Το γεγονός ότι διαφέρει το ένα παίξιμο από το άλλο, δεν σημαίνει ότι είναι λάθος κάποιο και κάποιο άλλο το σωστό. Ο κάθε μουσικός καταθέτει την ψυχή του μέσα από τον ιδιαίτερο τρόπο απόδοσης της μουσικής, κρατώντας τις μπαγκέτες του, μέσα από την δική του αισθητική.
Το σαντούρι έκανε την εμφάνισή του σε Δύση και Ανατολή σχεδόν ταυτόχρονα μέσα από γραπτά κείμενα και εικόνες. Στην Δυτική Ευρώπη εμφανίστηκε στο 1/2 του 15ου Αιώνα και έπειτα στο χώρο της Μεσοποταμίας, στο δεύτερο ήμισυ.
Για την κρούση του οργάνου χρησιμοποιούμε τις μπαγκέτες, δύο μικρά ραβδάκια με το σύστημα των καβαλάρηδων γίνεται η διαίρεση των χορδών σε παιζόμενα τμήματα και το σαντούρι βρίσκεται τοποθετημένο επάνω στην βάση του, αντικριστικά με τον οργανοπαίκτη.
Η λέξη santur προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ψαλτήριο (ψάλλω, τραγουδώ). Οι λαοί που το χρησιμοποίησαν το μετονόμασαν σε σαλτήρ (sa-li-te-lu), σαντίρ, σαντούρ, διότι δεν έχουν στο αλφάβητό τους το σύμφωνο «ψ».
Επικράτησε το τραπεζοειδές σχήμα και έγιναν διάφορες τροποποιήσεις και βελτιώσεις ενώ κατασκεύαζαν όργανα με διάφορα κουρδίσματα. Στο χώρο των Βαλκανίων παραδείγματος χάρη δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος σαντουριού, το τσίμπαλο.
Το χρωματικά κουρδισμένο σαντούρι έχει δύο μεγέθη. Μικρό και μεγάλο. Το μικρό είναι το όργανο που σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο. Έχει σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου και η έκτασή του είναι τρεις και μισή οκτάβες.
Το δικό μου σαντούρι είναι μια ξεχωριστή ένωση του περσικού σαντουριού με το ελληνικό. Έπαιζα σαντούρι περσικό (διατονικό σύστημα) όμως δεν μπορούσα να αποδώσω τα τραγούδια που ήθελα, που ανήκουν στην ευρωπαϊκή μουσική και κουλτούρα. Έτσι το σαντούρι μου συνδυάζει το χρωματικό με τον περσικό, πρίμο ήχο του περσικού σαντουριού. Οι χορδές του συνολικά είναι 96, διότι αποτελείται από τέσσερις καβαλάρηδες, τρεις σειρές που η καθεμία έχει 12 νότες. Πόσες χορδές αντιστοιχούν σε κάθε νότα; Τέσσερις. Είναι χρωματικό, δηλαδή ντο, ντο δίεση, ρε, ρε δίεση, μι, φα κτλ και ο ήχος του είναι πρίμος, περσικός.
Τις μπαγκέτες τυλίγουμε με βαμβάκι, με κλωστή, τσόχα, ανάλογα τον ήχο που θέλουμε. Προσωπικά τις τυλίγω με κλωστή, δίχως βαμβάκι ή τσόχα.
Το σαντούρι κατασκευάζεται από ξύλα όπως οξιά, κελεμπέκι, σφενδάμη. Χρειάζεται γενικότερα σκληρά ξύλα, διότι η πίεση που ασκείται από τις χορδές ανέρχεται στους τεσσεράμισι με πέντε τόνους.
Οι καβαλάρηδες χωρίζουν το σαντούρι σε τέσσερις περιοχές, εάν αποτελείται από τέσσερις σειρές καβαλάρηδων. Στα κοντραμπάσα, στα μπάσα, τα μεσαία και στην πρίμα περιοχή.
Τα σαντούρια διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, Ρουμανία, Κίνα, Ινδία, Ιράν, Ελλάδα, Ρωσία κ.α.
Όπως αυτό που έλεγα όταν ήμουν μαθήτρια της πρώτης δημοτικού. Εάν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν μας, δεν μπορούμε να έχουμε παρόν, μήτε να ελπίζουμε στο μέλλον.
Τα πιο παλιά χρόνια η τέχνη των λαϊκών οργάνων, μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά. Από τον πατέρα στον γιο, από τον κατασκευαστή, τον μάστορα και δάσκαλο στον μαθητή, στον νεότερο που ερχόταν πλάι του να μαθητεύσει με σεβασμό επάνω στην παράδοση του οργάνου. Υπήρχαν οι οικογενειακές κομπανίες, όπου ο πατέρας δίδασκε στον γιο σαντούρι κι ο πατέρας έπαιζε ένα άλλο παραδοσιακό όργανο, ή το αντίστροφο. Υπήρχαν δύο τρόποι να μάθεις ένα μουσικό όργανο. Ο πρώτος, εάν ήταν γόνοι μουσικής οικογένειας από τον πατέρα , τον θείο, τον ξάδερφο. Ο δεύτερος τρόπος, η άλλη εκδοχή στην περίπτωση που δεν είχαν μουσική ρίζα, πήγαιναν να μάθουν στο πλευρό του μάστορα, του δασκάλου της περιοχής τους.
Κι άλλοι βέβαια έκαναν την δική τους, ατομική προσπάθεια ως αυτοδίδακτοι, δίχως κάποιον δάσκαλο - μάστορα - γνώστη της μουσικής και του οργάνου να τους διδάξει. Τότε ο μαθητής προσπαθούσε όσο το δυνατόν γρηγορότερα να υιοθετήσει τη γνώση και να «κλέψει» τα «μυστικά» του, στον τρόπο παιξίματος, να μάθει τα τραγούδια και λίγο αργότερα η μουσική και η μετάδοση της γνώσης μεταλλάχθηκε και άρχισαν να λειτουργούν τα Ωδεία. Δημιουργήθηκαν τα μουσικά γυμνάσια, άρχισε να λειτουργεί η διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία με στόχο τη μουσική κατάρτιση των παιδιών.
Ως προς την εκμάθηση του οργάνου, του σαντουριού, θέλοντας ένας μαθητής να γίνει καλός παίκτης και δεξιοτέχνης θα πρέπει να ακολουθήσει την Μέθοδο που θα του υποδείξει ο δάσκαλος, ώστε να ισορροπήσουν το δεξί με το αριστερό χέρι και να αποκτήσει την απαιτούμενη τεχνική για να μπορεί να παίζει σωστά για όλη του την ζωή.
Ενημερωτικά:
(Θεωρώ ότι η θέση των χεριών μου, η τεχνική που μου υπέδειξε ο δάσκαλός μου με προστατεύει από τραυματισμούς των χεριών, διότι με μια παλαιότερη το παίξιμο κατέληγε «επίπονη» διαδικασία όπως εγώ τουλάχιστον το βίωσα, όσον αφορά τους καρπούς. Για αυτό υπάρχουν και οι γιατροί που ειδικεύονται όπου εκεί σε περίπτωση που διαγνωστεί η «νόσος των μουσικών» όπως την αποκαλούν χρειάζεται ανάπαυση, φαρμακευτική αγωγή, ενημέρωση, αλλαγή στάσης ή έντασης ή τεχνικής παιξίματος, λαβής οργάνου και στην συνέχεια ίσως νάρθηκες και φυσικοθεραπεία.)
Συνεχίζοντας λοιπόν:
Για να αποκτήσει το δικό του ύφος ένας οργανοπαίκτης, ένας μαθητής, θα πρέπει να αναζητήσει και μόνος του ηχητικές καταγραφές για να ακούσει τρόπους παιξίματος άλλων μουσικών, άλλους ήχους, άλλες ενορχηστρώσεις και να κατανοήσει τα ύφη και τους τρόπους. Όμως πάντα να κρατά το προσωπικό του ύφος και χαρακτήρα. Το γεγονός ότι διαφέρει το ένα παίξιμο από το άλλο, δεν σημαίνει ότι είναι λάθος κάποιο και κάποιο άλλο το σωστό. Ο κάθε μουσικός καταθέτει την ψυχή του μέσα από τον ιδιαίτερο τρόπο απόδοσης της μουσικής, κρατώντας τις μπαγκέτες του, μέσα από την δική του αισθητική.
Το σαντούρι έκανε την εμφάνισή του σε Δύση και Ανατολή σχεδόν ταυτόχρονα μέσα από γραπτά κείμενα και εικόνες. Στην Δυτική Ευρώπη εμφανίστηκε στο 1/2 του 15ου Αιώνα και έπειτα στο χώρο της Μεσοποταμίας, στο δεύτερο ήμισυ.
Για την κρούση του οργάνου χρησιμοποιούμε τις μπαγκέτες, δύο μικρά ραβδάκια με το σύστημα των καβαλάρηδων γίνεται η διαίρεση των χορδών σε παιζόμενα τμήματα και το σαντούρι βρίσκεται τοποθετημένο επάνω στην βάση του, αντικριστικά με τον οργανοπαίκτη.
Η λέξη santur προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ψαλτήριο (ψάλλω, τραγουδώ). Οι λαοί που το χρησιμοποίησαν το μετονόμασαν σε σαλτήρ (sa-li-te-lu), σαντίρ, σαντούρ, διότι δεν έχουν στο αλφάβητό τους το σύμφωνο «ψ».
Επικράτησε το τραπεζοειδές σχήμα και έγιναν διάφορες τροποποιήσεις και βελτιώσεις ενώ κατασκεύαζαν όργανα με διάφορα κουρδίσματα. Στο χώρο των Βαλκανίων παραδείγματος χάρη δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος σαντουριού, το τσίμπαλο.
Το χρωματικά κουρδισμένο σαντούρι έχει δύο μεγέθη. Μικρό και μεγάλο. Το μικρό είναι το όργανο που σήμερα χρησιμοποιείται περισσότερο. Έχει σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου και η έκτασή του είναι τρεις και μισή οκτάβες.
Το δικό μου σαντούρι είναι μια ξεχωριστή ένωση του περσικού σαντουριού με το ελληνικό. Έπαιζα σαντούρι περσικό (διατονικό σύστημα) όμως δεν μπορούσα να αποδώσω τα τραγούδια που ήθελα, που ανήκουν στην ευρωπαϊκή μουσική και κουλτούρα. Έτσι το σαντούρι μου συνδυάζει το χρωματικό με τον περσικό, πρίμο ήχο του περσικού σαντουριού. Οι χορδές του συνολικά είναι 96, διότι αποτελείται από τέσσερις καβαλάρηδες, τρεις σειρές που η καθεμία έχει 12 νότες. Πόσες χορδές αντιστοιχούν σε κάθε νότα; Τέσσερις. Είναι χρωματικό, δηλαδή ντο, ντο δίεση, ρε, ρε δίεση, μι, φα κτλ και ο ήχος του είναι πρίμος, περσικός.
Τις μπαγκέτες τυλίγουμε με βαμβάκι, με κλωστή, τσόχα, ανάλογα τον ήχο που θέλουμε. Προσωπικά τις τυλίγω με κλωστή, δίχως βαμβάκι ή τσόχα.
Το σαντούρι κατασκευάζεται από ξύλα όπως οξιά, κελεμπέκι, σφενδάμη. Χρειάζεται γενικότερα σκληρά ξύλα, διότι η πίεση που ασκείται από τις χορδές ανέρχεται στους τεσσεράμισι με πέντε τόνους.
Οι καβαλάρηδες χωρίζουν το σαντούρι σε τέσσερις περιοχές, εάν αποτελείται από τέσσερις σειρές καβαλάρηδων. Στα κοντραμπάσα, στα μπάσα, τα μεσαία και στην πρίμα περιοχή.
Τα σαντούρια διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, Ρουμανία, Κίνα, Ινδία, Ιράν, Ελλάδα, Ρωσία κ.α.
Γνώρισα το σαντούρι σε ηλικία πεντέμισι ετών μέσα από μια τηλεοπτική εκπομπή, σε κάποιο κανάλι της Θεσσαλονίκης, που αποτελεί και τον τόπο καταγωγής μου. Εκεί αντίκρισα κάποιον μουσικό, περσικής καταγωγής ο οποίος έπαιζε με μεγάλη δεξιοτεχνία ένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον από την όψη του και τον μαγικό, ρομαντικό του ήχο. Εν τέλει, ο συγκεκριμένος δεξιοτέχνης του σαντουριού, έγινε ο δάσκαλός μου. Ζήτησα από τους γονείς μου, να μάθω κι εγώ να παίζω και είμαι ευγνώμων που πάντα ήταν πλάι μου. Ξεκίνησα μαθήματα περσικού σαντουριού και έτσι ο Ομίντ Ταχμασεμπούρ μου έφερε το πρώτο μου σαντούρι, το περσικό. Λίγο αργότερα έφυγε από την Ελλάδα και έτσι δεν είχα κάποιο δάσκαλο ώστε να μπορέσω να συνεχίσω τα μαθήματα.
Κάποια χρόνια μετά, αποφάσισα να αρχίσω μαθήματα στο ελληνικό σαντούρι και έτσι αγοράζω το πρώτο μου ελληνικό σαντούρι όπου μου κάνει αίσθηση, η διαφορετικότητά του. Πιο βαρύς ήχος, διαφορετικές μπαγκέτες, άλλη όψη, άλλος ο τρόπος παιξίματος, η τεχνική. Η μεγάλη μου αγάπη συνέχιζε να είναι ο πρίμος ήχος, ο περσικός και οι λεπτές μπαγκέτες, αυτή η εικόνα που είχα αποτυπώσει. Το καλοκαίρι του 2015 επιστρέφει ο δάσκαλός μου στην Ελλάδα, φέρνοντάς μου ένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο, ένα σαντούρι που λάτρεψα. Χρωματικό με περσικό ήχο!
Το περσικό σύστημα, το διατονικό, το περσικό σαντούρι, δεν μπορεί να μας δώσει την δυνατότητα να παίξουμε ευρωπαϊκή μουσική με αυτό. Μόνον το χρωματικό μπορεί. Έτσι το συγκεκριμένο όργανο, αποτελεί μια πατέντα που μου δίνει την δυνατότητα να παίζω τραγούδια που αγαπώ, από την ευρωπαϊκή μουσική με τον λατρεμένο μου πρίμο, περσικό ήχο. Έχει τέσσερις καβαλάρηδες, οι μπαγκέτες λεπτές, περσικές, η όψη του διαφορετική και ασυνήθιστη όπως εγώ το αισθάνομαι, για τους παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Στο εργοστάσιο στο Ιράν, αποτύπωσαν επάνω στο ξύλο το όνομά μου, μια υπέροχη έκπληξη από τον δάσκαλό μου. Η διαδικασία, την οποία είχα παρακολουθήσει σε βίντεο, πραγματικά μοναδική.
Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου, όταν παρουσιάζω και μοιράζομαι με τα παιδιά την αγάπη μου για το σαντούρι και ιδιαίτερα η στιγμή που εισπράττω αυτό τον ενθουσιασμό τους, στο άκουσμα του ήχου του. Βλέπω στα μάτια τους την ίδια μαγεία, που ένιωσα και εγώ στην ηλικία τους, στο άκουσμα αυτών των ηχοχρωμάτων που βγαίνουν μέσα από ένα "τραπεζάκι" που χαρίζει όμορφες μελωδίες.
Κάποια χρόνια μετά, αποφάσισα να αρχίσω μαθήματα στο ελληνικό σαντούρι και έτσι αγοράζω το πρώτο μου ελληνικό σαντούρι όπου μου κάνει αίσθηση, η διαφορετικότητά του. Πιο βαρύς ήχος, διαφορετικές μπαγκέτες, άλλη όψη, άλλος ο τρόπος παιξίματος, η τεχνική. Η μεγάλη μου αγάπη συνέχιζε να είναι ο πρίμος ήχος, ο περσικός και οι λεπτές μπαγκέτες, αυτή η εικόνα που είχα αποτυπώσει. Το καλοκαίρι του 2015 επιστρέφει ο δάσκαλός μου στην Ελλάδα, φέρνοντάς μου ένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο, ένα σαντούρι που λάτρεψα. Χρωματικό με περσικό ήχο!
Το περσικό σύστημα, το διατονικό, το περσικό σαντούρι, δεν μπορεί να μας δώσει την δυνατότητα να παίξουμε ευρωπαϊκή μουσική με αυτό. Μόνον το χρωματικό μπορεί. Έτσι το συγκεκριμένο όργανο, αποτελεί μια πατέντα που μου δίνει την δυνατότητα να παίζω τραγούδια που αγαπώ, από την ευρωπαϊκή μουσική με τον λατρεμένο μου πρίμο, περσικό ήχο. Έχει τέσσερις καβαλάρηδες, οι μπαγκέτες λεπτές, περσικές, η όψη του διαφορετική και ασυνήθιστη όπως εγώ το αισθάνομαι, για τους παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Στο εργοστάσιο στο Ιράν, αποτύπωσαν επάνω στο ξύλο το όνομά μου, μια υπέροχη έκπληξη από τον δάσκαλό μου. Η διαδικασία, την οποία είχα παρακολουθήσει σε βίντεο, πραγματικά μοναδική.
Είναι ιδιαίτερη η χαρά μου, όταν παρουσιάζω και μοιράζομαι με τα παιδιά την αγάπη μου για το σαντούρι και ιδιαίτερα η στιγμή που εισπράττω αυτό τον ενθουσιασμό τους, στο άκουσμα του ήχου του. Βλέπω στα μάτια τους την ίδια μαγεία, που ένιωσα και εγώ στην ηλικία τους, στο άκουσμα αυτών των ηχοχρωμάτων που βγαίνουν μέσα από ένα "τραπεζάκι" που χαρίζει όμορφες μελωδίες.
|
|
|
|
|